Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καί ἦταν κόρη τοῦ εἰδωλολάτρη Διοσκόρου ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπό τούς πιό πλούσιους εἰδωλολάτρες τῆς Ἠλιουπόλεως. Ὁ πατέρας της λόγῳ τῆς σωματικῆς ὡραιότητας τῆς Ἁγίας, τήν φύλαγε κλεισμένη ἐντός πύργου. Δέν γνωρίζουμε πού διδάχθηκε τίς χριστιανικές ἀλήθειες, καθώς ὁ πατέρας της ἦταν φανατικός εἰδωλολάτρης, λόγος γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε προσπάθησε νά κρατήσει κρυφή τήν πίστη της στόν Τριαδικό Θεό. Ἕνα τυχαῖο περιστατικό, ὅμως, τήν πρόδωσε. Ὁ πατέρας της πληροφορήθηκε ἀπό τεχνῖτες ὅτι ἡ Ἁγία ζήτησε νά τίς ἀνοίξουν τρία παράθυρα στόν πύργο ὅπου ἦταν ἔγκλειστη, στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί, ἔτσι, βεβαιώθηκε ὅτι ἡ κόρη του εἶχε γίνει Χριστιανή.

Ἐξοργίσθηκε τόσο πού τήν κυνήγησε ἐντός τοῦ πύργου μέ τό ξίφος του γιά νά τήν φονεύσει. Ἡ Ἁγία κατέφυγε στά ὄρη, ἀλλά ὁ πατέρας της τήν συνέλαβε καί τήν παρέδωσε στόν τοπικό ἄρχοντα, Μαρκιανό, κατηγορῶντας την γιά τήν πίστη της. Ὅταν ἀνακρίθηκε, ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη της στόν Χριστό καί καθύβρισε τά εἴδωλα. Μετά ἀπό φρικτά βασανιστήρια, διεπομπέφθη γυμνή στήν πόλη καί τέλος σφαγιάσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν πατέρα της. Τήν στιγμή ὅμως πού εἶχε ἀποτελειώσει τό ἔγκλημά του, ἔπεσε νεκρός χτυπημένος ἀπό κεραυνό κατά θεία δίκη.

Τά Λείψανα τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας διαφυλάχθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τόν 11ο αἰῶνα μ.Χ.., ὁπότε ἕνα μέρος τους μεταφέρθηκε στή Βενετία, ὅταν Δόγης ἦταν Ὁ Πέτρος Β’ Orseol (991 – 1009 μ.Χ.). Στή Βενετία τά Λείψανα της Μεγαλομάρτυρος κατατέθηκαν στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Στη συνέχεια ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Τορτσέλλο Όρσο καί ἡ Φιληκίτη, Ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐπίσης στό Τορτσέλλο, πέτυχαν τήν μεταφορά τῶν Λειψάνων στή Μονή αὐτή, ὅπου παρέμειναν μέχρι τόν 18ο αἰῶνα μ.Χ. Τά Λείψανα μεταφέρθηκαν καί πάλι στό Ναό τοῦ Ἁγίου Μάρκου κατά τήν περίοδο τῶν Ναπολεοντίων Πολέμων, ὅπου καί σήμερα φυλάσσονται. Πάντως μέρος τους παρέμεινε καί στή Μονή τοῦ Τορτσέλλο. Δέν εἶναι γνωστό πότε καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες ἡ Κᾶρα τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκε στό Μοντεκοτίνι τῆς Ἰταλίας, ὅπου σήμερα φυλάσσεται, ὅπως καί τό μέρος τῶν Λειψάνων πού φυλάσσεται στό Ρωμαιοκαθολικό Ναό τοῦ Ριέτι. Ἐπίσης, κατά το 12ο αἰῶνα μ.Χ., μέρος ὑπολοίπων λειψάνων τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκαν ἀπό την Κωνσταντινούπολη στο Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ μέ τούς Χρυσοῦς Τρούλους στο κίεβο, ὅπου παρέμειναν ὡς τό 1930 μ.Χ., ὅταν μεταφέρθηκαν ἐκ νέου στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγ. Βλαδίμηρου στήν ἴδια πόλη.

Τήν 1η Ἰουνίου 2003 μ.Χ., μετά ἀπό ἐνέργειες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χριστοδούλου πρός τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐπισκοπή τῆς Βενετίας καί τόν Ἐπίσκοπό της Ἄγγελο Scolla, δόθηκε μέρος τῶν Λειψάνων τῆς Ἁγίας στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τό Λείψανο παραλήφθηκε μέ τίς δέουσες τιμές ἀπό τόν Γενικό Διευθυντή τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐπίσκοπο Φαναρίου Ἀγαθάγγελο καί κατατέθηκε στό ὁμώνυμο Προσκύνημα τοῦ Δήμου Ἁγίας Βαρβάρας Ἀττικῆς.

Ἡ Ἁγία Βαρβάρα θεωρεῖται ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα ἀλλά καί σ΄ ἄλλες Χῶρες Ἁγία προστάτις πυροβολικοῦ. Στήν Ἑλλάδα καθιερώθηκε ὡς Προστάτις τοῦ ὅπλου αὐτοῦ τό 1828 μ.Χ. ὅπου καί ἀναφέρεται ἡ πρώτη σχετική τελετή με δοξολογία και παράθεση στή συνέχεια γεύματος ὅπου ἔλαβαν μέρος ἀξιωματικοί καί ὁπλῖτες πυρβολητές.

Στή Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ἡ Ἁγία Βαρβάρα ζωγραφίζεται πολλές φορές μ’ ἕνα ποτήριο στό χέρι ὄντας προστάτιδα ἐνάντια στό αἰφνίδιο θάνατο καί μή θέλοντας νά στερηθοῦν οἱ ἑτοιμοθάνατοι τήν θεία κοινωνία. Συχνά τή συναντοῦμε κοντά σ΄ ἕναν πύργο (μέ τρία παράθυρα) ἤ κρατῶντας ἕνα βιβλίο (γιά τούς ἑτοιμοθάνατους) ἤ ἕνα κλαδί φοίνικα.

Η μνήμη της εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου.

 

 Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής

 
 
Αγία Βαρβάρα του Φώτη Κόντογλου