Ὁ Ἅγιος Διονύσιος γεννήθηκε τό 1547 μ.Χ. στό χωριό Αἰγιαλός τῆς Ζακύνθου. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Δραγανίγος ἤ Γραδενίγος Σιγοῦρος (ἤ Σηκοῦρο). Ἡ οἰκογενειά του ἦταν εὔπορη καί κατεῖχε μεγάλη ἔκταση γῆς, ἐνῶ οἱ γονεῖς του συμμετέχοντας στούς πολέμους τῶν Βενετῶν κατά τῶν Τούρκων ἀπέκτησαν καί ἀριστοκρατικό ἰδίωμα. Ὁ πατέρας του λεγόταν Μώκιος καί ἡ μητέρα τοῦ Παυλίνα, ἐνῶ εἶχε ἄλλα δύο ἀδέλφια τόν Κωνσταντῖνο καί τή Σιγούρα. Σύμφωνα μέ τοπικές παραδόσεις τῆς Ζακύνθου, πού δέν ἐπιβεβαιώνονται ἱστορικά, ὁ Ἅγιος εἶχε γιά ἀνάδοχο τόν Ἅγιο Γεράσιμο.

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ἀνατράφηκε μέ τά διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι γρήγορα διακρίθηκε στά γράμματα καί τήν ἀρετή. Νωρίς, μόλις ἐνηλικιώθηκε, ἀσχολήθηκε μέ τή διδασκαλία τοῦ θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως νά συντρέχει στήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν. Κατόπιν ἔγινε μοναχός στή βασιλική Μονή τῶν Στροφάδων, παίρνοντας τό ὄνομα Δανιήλ, ὅπου ἀσκήθηκε στήν ἀγρυπνία, τήν ἐγκράτεια καί τή μελέτη τῶν Γραφῶν.

Ἀργότερα ὁ Διονύσιος, θά χριστεί ἱερέας παρά τίς ἀρχικές του ἐπιφυλάξεις λόγῳ τῆς βαριᾶς εὐθύνης τῆς ἰεροσύνης, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Κεφαληνίας καί Ζακύνθου, Θεόφιλο. Ἔπειτα, τό 1577 μ.Χ., πῆγε στήν Ἀθήνα, γιά νά βρεῖ καράβι προκειμένου νά ταξιδέψει στά Ἱεροσόλυμα. Ἀλλά ὁ τότε ἀρχιερέας τῶν Ἀθηνῶν, Νικάνορας, ἄκουσε κάποια Κυριακή τό λαμπρό του κήρυγμα καί μετά ἀπό πολλές παρακλήσεις τόν ἔκανε ἐπίσκοπο Αἰγίνης, μέ τήν ἐπίσημη κατόπιν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του τό ὄνομα Διονύσιος.

Τά ποιμαντικά του καθήκοντα, ἐπιτέλεσε ἄγρυπνα καί ἄοκνα. Ἀναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας καί παιδαγωγός τοῦ ποιμνίου του. Ἡ φήμη του εἶχε διαδοθεῖ παντοῦ, ἀλλά αὐτός παρέμενε ἁπλός καί ταπεινός.

Ἀσθένησε ὅμως ἀπό τούς πολλούς κόπους καί παραιτήθηκε. Γύρισε στή Ζάκυνθο, ὅπου μέχρι τό 1579 μ.Χ. ἦταν προσωρινός ἐπίσκοπος. Μετά ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀναφωνητρίας, ὅπου ἀσκήτευε καί μέ ἀγάπη κήρυττε καί βοηθοῦσε τούς κατοίκους τοῦ νησιοῦ.

Οἱ οἰκογένειες Σιγούρου καί Μονδίνου ἀπό διασωθέντα ἔγγραφα πού ἀνάγονται στά ἀρχεῖα τῆς Βενετίας, φαίνεται νά εἶχαν θανάσιμο μῖσος. Συμπλοκές μεταξύ τῶν δυό οἰκογενειῶν συνέβαιναν διαρκῶς. Σέ μιά ἀπό αὐτές ὁ ἀδελφός τοῦ Ἁγίου, Κωνσταντῖνος, δολοφονήθηκε. Στήν προσπάθεια ὅμως νά διαφύγει ὁ δολοφονός τοῦ Κωνσταντίνου ἀναζήτησε καταφύγιο στό μοναστήρι πού βρισκόταν ὁ Ἅγιος, χωρίς ὅμως νά γνωρίζει τή συγγένεια. Ὅταν ὁ δολοφόνος ἔφτασε στή Μονή, ἐρωτήθη ἀπό τόν Διονύσιο, πού ἦταν ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, γιατί ζητεῖ καταφύγιο, ἀφοῦ κανονικά δέν ἐπιτρέπετο νά εἰσέλθει. Ὁ ἴδιος ἀπάντησε πώς τόν κυνηγοῦσαν οἱ Σιγοῦροι, ἐνῶ μετά ἀπό διαρκεῖς ἐρωτήσεις ὁμολόγησε πώς δολοφόνησε τόν Κωνσταντῖνο Σιγοῦρο. Ὁ Διονύσιος παρά τή θλίψη του, ὄχι μόνο ἔκρυψε τόν δολοφόνο ἀλλά καί τόν φυγάδευσε. Ἔτσι μέ αὐτόν τρόπο κατάφερε νά ἀποτρέψει ἕνα ἀκόμα ἔγκλημα καί ταυτόχρονα νά δώσει τή δυνατότητα μετανοίας στόν δολοφόνο, παρά τήν πικρία γιά το χαμό τοῦ ἀδελφοῦ του, δίνοντας ἕνα παράδειγμα συγχωρητικότητας καί ὑψηλῆς ἐφαρμογῆς τῶν Χριστιανικῶν ἰδεωδῶν. Γιά τόν λόγο μάλιστα αὐτό ὀνομάστηκε καί «Ἅγιος της Συγνώμης».

Ὁ Διονύσιος πέθανε σέ βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στή Μονή Στροφάδων καί κατά τήν ἐκταφῆ τό λείψανό του βγῆκε εὐωδιαστό καί ἀδιάφθορο.

Ἡ ἁγιότητά του ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τό οἰκουμενικό πατριαρχεῖο τό 1703 μ.Χ., ἀλλά στό νησί ἕνεκα τοῦ βίου του, ἀλλά καί τοῦ λειψάνου του ἐτιμᾶτο ὡς ἅγιος ἀρκετά νωρίτερα.

Στίς 24 Αὔγούστου τοῦ 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη τό Σεπτό Σκήνωμά του στή Ζάκυνθο γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τούς πειρατές. Ἀρχικά φυλάχτηκε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Μετοχίου τῆς Ι. Μονῆς, στό προάστιο Καλλιτέρος. Τό 1764 μ.Χ. ἐναποτέθηκε ὁριστικά στήν ὁμώνυμη Ἱερά Μονή του, πού ἔχτισαν oί Μοναχοί τῶν Στροφάδων. Ἀπό τότε τό Σεπτό Σκήνωμά του ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα πόλο ἕλξεως χιλιάδων προσκυνητῶν καί πηγή συνεχῶν ἰάσεων καί θαυμάτων.

Ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Ἁγίου Διονυσίου σάν Προστάτη τῆς Ζακύνθου, ἀντί τῆς Παναγίας τῆς Σκοπιώτισσας καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἔγινε ἀπό τήν Κοινότητα Ζακύνθου ὕστερ’ ἀπό τό ἔτος 1758 μ.Χ. καί πρίν ἀπό τό 1763 μ.Χ., ὅταν ἡ Βενετσιάνικη Γερουσία ἐνέκρινε ἀπόφαση τοῦ Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, γιά τήν ἀναγνώριση σάν ἐπίσημης ἡμέρας τῆς 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ὡς τότε, ἡ ἐπέτειος τῆς Κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη ἀπό τή Συνοδική Ἔκθεση τοῦ 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ἀνεπίσημα, μέ τή λιτανεία στήν πόλη τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου καί πανηγύρι. Ἐπίσης, ὁρίσθηκε νά γιορτάζεται ἐπίσημα καί ἡ 24η Αὐγούστου, ἐπέτειος τῆς μετακομιδής τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου ἀπό τά Στροφάδια στή Ζάκυνθο, μέ πανηγύρι καί λιτανεία τοῦ Πολιούχου στήν πόλη.

 

Πηγή: Ορθόδοξος Συναξαριστής

17b
o-afthoros-agios-zakynthoy-kai-tis-sygxwresis«Sophia-Drekou»Aenai-EpAnastasi
agios-dionisios
79736eb6317884adef28c4d8e8e346dd
Zakynthos_SaintDionizosCathedral